οἰνοβαφής
From LSJ
Ἒστιν ὃ μὲν χείρων, ὃ δ' ἀμείνων ἔργον ἕκαστον· οὐδεὶς δ' ἀνθρώπων αὐτὸς ἅπαντα σοφός. (Theognis 901f.) → One is worse, the other better at each deed, but no man is wise in all things.
English (LSJ)
οἰνοβαφές, dipped in wine, vinous, λοιβή Nonn. D. 7.15.
Greek (Liddell-Scott)
οἰνοβᾰφής: -ές, βεβαμμένος οἴνῳ, λοιβὴ Νόνν. Δ. 7. 15.
Greek Monolingual
-ές (Α οἰνοβαφής, -ές)
νεοελλ.
αυτός που έχει το χρώμα του κρασιού
αρχ.
αυτός που εμβαπτίστηκε στο κρασί και βάφηκε με το χρώμα του («οἰνοβαφὴς λοιβή», Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + -βαφής (< βάφω), πρβλ. αιμοβαφής].