οιόφρων
From LSJ
Κρόνου καὶ Ἰαπετοῦ ἀρχαιότερος → more ancient than Cronos and Iapetus, ante-preadamite, antediluvian
Κρόνου καὶ Ἰαπετοῦ ἀρχαιότερος → more ancient than Cronos and Iapetus, ante-preadamite, antediluvian
οἰόφρων, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) μονήρης, μοναχικός, ερημικός («ἢ λισσὰς αἰγίλιψ ἀπρόσδεικτος οἰόφρων κρεμὰς γυ
πιὰς πέτρα», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶος (Ι) «μόνος» + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μονόφρων].