θανάτου τῆς ζημίας ἐπικειμένης → the penalty is death
οἰόφρων, -ον (Α)(ποιητ. τ.) μονήρης, μοναχικός, ερημικός («ἢ λισσὰς αἰγίλιψ ἀπρόσδεικτος οἰόφρων κρεμὰς γυπιὰς πέτρα», Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶος (Ι) «μόνος» + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μονόφρων].