οκτασκελής

From LSJ

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441

Greek Monolingual

ὀκτασκελής, -ές (Α)
αυτός που έχει οκτώ σκέλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + -σκελής (< σκέλος), πρβλ. τετρασκελής].