ολιγοδεής

From LSJ

Τῶν γὰρ πενήτων εἰσὶν οἱ λόγοι κενοί → Haud pondus ullum pauperum verbis inest → Denn der Armen Worte haben kein Gewicht

Menander, Monostichoi, 512

Greek Monolingual

ὀλιγοδεής, -ές (Α)
1. αυτός που έχει ανάγκη από λίγα πράγματα, ολιγαρκής
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀλιγοδεές
η ανάγκη λίγων πραγμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + -δεής (< δέομαι), πρβλ. πολυδεής].