κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post
-η, -οεντελώς ξανθός, κατάξανθος.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία].