ὤμοι, πέπληγμαι καιρίαν πληγὴν ἔσω → Alas! I am struck deep with a mortal blow! | Ah me! I am struck—a right-aimed stroke within me (Aeschylus, Agamemnon 1343)
ὀμιχῶ και μιχῶ, -έω και ὀμίχω (Α)βλ. ομείχω.