ομφαλικός
From LSJ
τῶν Λειβηθρίων ἀμουσότερος → more uncultured than Leibethrans, more uncultured than the people of Leibethra, lowest degree of mental cultivation
τῶν Λειβηθρίων ἀμουσότερος → more uncultured than Leibethrans, more uncultured than the people of Leibethra, lowest degree of mental cultivation
-ή, -ό (Α ὀμφαλικός, -ή, -όν) ομφαλός
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ομφαλό ή σχετίζεται με αυτόν (α. «ομφαλικά αγγεία» β. «ομφαλική θηλή» γ. «ομφαλική χώρα»)
2. μτφ. αυτός που βρίσκεται στο κέντρο ενός σώματος ή μιας επιφάνειας
αρχ.
αυτός που μοιάζει με ομφαλό.