ομόκραιρος
From LSJ
πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → the critical moment will turn out to be the teacher of many things
Greek Monolingual
ὁμόκραιρος, -ον (Α)
αυτός που έχει όμοια κέρατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + κραῖρα «κορυφή, κεφαλή» (πρβλ. ορθόκραιρος)].