τοιοῦτος πλανίων ἄβιος βίος → that sort of wandering is no life for a life
ὀνοτρόφος, ὁ (Α)άτομο που εκτρέφει όνους.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. κληνοτρόφος].