ονοτρόφος

From LSJ

τοιοῦτος πλανίων ἄβιος βίος → that sort of wandering is no life for a life

Source

Greek Monolingual

ὀνοτρόφος, ὁ (Α)
άτομο που εκτρέφει όνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. κληνοτρόφος].