ονόγαστρις

Greek Monolingual

ὀνόγαστρις, ἡ (Α)
(ποιητ. τ.) αυτή που έχει μεγάλη κοιλιά, προγάστωρ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + γαστήρ, γαστρός].