οξύστομος

From LSJ

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source

Greek Monolingual

ὀξύστομος, -ον (ΑΜ)
1. αυτός που έχει κοφτερά δόντια («ὀξυστόμους γὰρ Ζηνὸς ἀκραγεῖς κύνας», Αισχύλ.)
2. (για ξίφος) κοφτερός, με κοφτερή λεπίδα
3. (για σικύες, δηλ. βεντούζες) αυτός που έχει αιχμηρά τα χείλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -στομος (< στόμα), πρβλ. μικρόστομος].