ὀξύστομος
English (LSJ)
ὀξύστομον,
A sharp-beaked, of gryphons, A.Pr.803; of Io's gadfly, ib.674; of a gnat, Ar.Av.244 (lyr.).
2 of a sword, sharp-edged, E.Supp.1206; of a cupping instrument, sharp-rimmed, Antyll. ap. Orib.7.16.15.
German (Pape)
[Seite 354] mit spitzem, scharfem Schnabel; γρύπας Aesch. Prom. 805; μύωψ 667, wie ἐμπίς Ar. Av. 244; auch μάχαιρα, mit scharfer Schneide, Eur. Suppl. 1205.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au bec aigu.
Étymologie: ὀξύς, στόμα.
Russian (Dvoretsky)
ὀξύστομος:
1 с острым клювом (γρύψ Aesch.);
2 с острым жалом (μύωψ Aesch.; ἐμπίς Arph.);
3 острый, отточенный (μάχαιρα Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀξύστομος: -ον, ὁ ἔχων ὀξεῖς, κοπτεροὺς ὀδόντας, ἐπὶ τῶν γρυπῶν, Αἰσχύλ. Πρ. 803 ἐπὶ τοῦ οἴστρου τῆς Ἱοῦς, αὐτόθι 674· ἐπὶ ἐμπίδος, Ἀριστοφ. Ὄρν. 244· - ἐπὶ ξίφους, τὸ ἔχον κοπτερὰν λεπίδα, Εὐρ. Ἱκέτ. 1206.
Greek Monolingual
ὀξύστομος, -ον (ΑΜ)
1. αυτός που έχει κοφτερά δόντια («ὀξυστόμους γὰρ Ζηνὸς ἀκραγεῖς κύνας», Αισχύλ.)
2. (για ξίφος) κοφτερός, με κοφτερή λεπίδα
3. (για σικύες, δηλ. βεντούζες) αυτός που έχει αιχμηρά τα χείλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -στομος (< στόμα), πρβλ. μικρόστομος].
Greek Monotonic
ὀξύστομος: -ον (στόμα), αυτός που έχει κοφτερά δόντια, σε Αισχύλ.· λέγεται για σκνίπα, σε Αριστοφ.· λέγεται για ξίφος, κοφτερό, σε Ευρ.
Middle Liddell
ὀξύ-στομος, ον, στόμα
sharp-toothed, sharp-fanged, Aesch.; of a gnat, Ar.:—of a sword, sharp-edged, Eur.