οπισθόχειρ

From LSJ

γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → silence for all women is an ornament (Menander)

Source

Greek Monolingual

ὀπισθόχειρ, -χειρος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει δεμένα τα χέρια πίσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο)- + χείρ, χειρός].