οπιώδης

From LSJ

ἀσμένῳ δέ σοι ἡ ποικιλείμων νὺξ ἀποκρύψει φάοςglad wilt thou be when night, arrayed in spangled garb, shuts out the light

Source

Greek Monolingual

-ες
αυτός που περιέχει όπιο («οπιώδες φάρμακο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < όπιο. Η λ. μαρτυρείται από το 1841 στον Κ. Μαυρογιάννη].