οπλιστής
From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
Greek Monolingual
ὁπλιστής και δωρ. τ. ὁπλιστάς, ὁ (Α) οπλίζω
1. πολεμιστής
2. ως επίθ. α) αυτός που οπλίζει, που αρματώνει, που ετοιμάζει
β) αυτός που αποτελείται από όπλα
3. φρ. «ὁπλιστής κόσμος» — η σκευή οπλίτη, η πανοπλία.
Russian (Dvoretsky)
οπλιστής: дор. ὁπλιστάς, οῦ adj. m служащий вооружением, боевой (κόσμος Anth.).