οπλιτοδρομία

From LSJ

ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met

Source

Greek Monolingual

ὁπλιτοδρομία, ἡ (Α) οπλιτοδρόμος
αγώνας δρόμου οπλισμένων ανδρών, τον οποίο περιέλαβαν στα Ολύμπια το 520 περίπου π.Χ., αλλ. οπλίτης δρόμος.