οπλιτοδρόμος

From LSJ

Καλὸν φέρουσι καρπὸν οἱ σεμνοὶ τρόποι → Mores decori frugis est pulchrae seges → Ein ehrbarer Charakter bringt willkommne Frucht

Menander, Monostichoi, 303

Greek Monolingual

ὁπλιτοδρόμος, -ον (Α)
αυτός που μετέχει σε οπλιτοδρομία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁπλίτης + -δρόμος (< δρόμος), πρβλ. ολυμπιοδρόμος.