οπλιτοδρόμος
From LSJ
τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant
Greek Monolingual
ὁπλιτοδρόμος, -ον (Α)
αυτός που μετέχει σε οπλιτοδρομία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁπλίτης + -δρόμος (< δρόμος), πρβλ. ολυμπιοδρόμος.