οπωροδοτώ

From LSJ

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source

Greek Monolingual

ὀπωροδοτῶ, -έω (Μ)
παρέχω εδώδιμους καρπούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπώρα + -δοτώ (< -δότης < δίδωμι), πρβλ. λογοδοτώ].