οπωροδοτώ

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source

Greek Monolingual

ὀπωροδοτῶ, -έω (Μ)
παρέχω εδώδιμους καρπούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπώρα + -δοτώ (< -δότης < δίδωμι), πρβλ. λογοδοτώ].