οπωροφαγώ
From LSJ
Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen
Greek Monolingual
ὀπωροφαγῶ, -έω (Μ)
τρώω φρούτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπώρα + -φαγῶ, μέσω ενός αμάρτυρου αρχ. οπωροφάγος].