παραβλύζειν τοῦ οἴνου ἐν τῷ ὕπνω → disgorge wine in one's sleep, belch a bit of wine in one's sleep
ὀπωροφθόρος, -ον (Μ)αυτός που καταστρέφει τους εδώδιμους καρπούς, τις οπώρες.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπώρα + -φθόρος (< φθείρω), πρβλ. ψυχοφθόρος.