οπωροφθόρος
From LSJ
Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu
Greek Monolingual
ὀπωροφθόρος, -ον (Μ)
αυτός που καταστρέφει τους εδώδιμους καρπούς, τις οπώρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπώρα + -φθόρος (< φθείρω), πρβλ. ψυχοφθόρος.