Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὀπωροφθόρος

From LSJ

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363

German (Pape)

[Seite 365] das Obst verderbend, Sp.

Greek Monolingual

ὀπωροφθόρος, -ον (Μ)
αυτός που καταστρέφει τους εδώδιμους καρπούς, τις οπώρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπώρα + -φθόρος (< φθείρω), πρβλ. ψυχοφθόρος.