ἀλλ' ἐσθ' ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → but death is the ultimate healer of ills
ὀπώριμος, -ον (Α)οπωροφόρος, καρποφόρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπώρα + κατάλ. -ιμος πιθ. κατά το κάρπ-ιμος].