οπώριμος
From LSJ
Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientia → Erfahrung überwindet Unerfahrenheit
Greek Monolingual
ὀπώριμος, -ον (Α)
οπωροφόρος, καρποφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπώρα + κατάλ. -ιμος πιθ. κατά το κάρπ-ιμος].
Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientia → Erfahrung überwindet Unerfahrenheit
ὀπώριμος, -ον (Α)
οπωροφόρος, καρποφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπώρα + κατάλ. -ιμος πιθ. κατά το κάρπ-ιμος].