οριζοντιώνω
From LSJ
Greek Monolingual
1. τοποθετώ οριζοντίως
2. μτφ. ρίχνω κάποιον κάτω, ιδίως με ξυλοκόπημα
3. (το μέσ.) οριζοντιώνομαι
μτφ. ξαπλώνω, κατακλίνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οριζόντιος. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
1. τοποθετώ οριζοντίως
2. μτφ. ρίχνω κάποιον κάτω, ιδίως με ξυλοκόπημα
3. (το μέσ.) οριζοντιώνομαι
μτφ. ξαπλώνω, κατακλίνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οριζόντιος. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις].