οριοθετώ

From LSJ

Ἤθους δικαίου φαῦλος οὐ ψαύει λόγος → Vox prava non pertingit ad mores bonos → Verkommne Rede rührt nicht an gerechte Art

Menander, Monostichoi, 214

Greek Monolingual

(Α ὁριοθετῶ, -έω)
θέτω όρια, καθορίζω σύνορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὅριον + -θετῶ (< -θέτης < τίθημι), πρβλ. στοιχειοθετώ].