οροαιματώδης
From LSJ
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
Greek Monolingual
-ες ή οροαιματηρός, -ά, -ό
ιατρ. αυτός που αποτελείται από ορό ο οποίος περιέχει αιμοσφαίρια («οροαιματώδης όγκος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. serosanguinous < λατ. serum «ορός» (βλ. λ. ορός) + sanguinous (< λατ. sanguis, -inis «αίμα»)].