ορογλοβουλίνη

From LSJ

Ὑπερηφανία μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Malorum maximum hominibus superbia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut

Menander, Monostichoi, 515

Greek Monolingual

η
(βιοχ.) άλλη ονομασία της οροσφαιρίνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. serum globulin < λατ. serum «ορός» (βλ. λ. ορός) + γλοβουλίνη].