οροθετώ

From LSJ

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source

Greek Monolingual

(ΑΜ ὁροθετῶ, -έω) οροθέτης
1. προσδιορίζω τα σύνορα, τοποθετώ ορόσημα, θέτω τα όρια μιας περιοχής
2. μτφ. καθορίζω.