ορτυγομάνα

From LSJ

γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want

Source

Greek Monolingual

η
ζωολ. κοινή ονομασία του είδους Crex crex της οικογένειας rallidae.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρτυξ, -υγος + μάνα].