οστίτιδα
From LSJ
Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich
Greek Monolingual
η
ιατρ. φλεγμονώδης πάθηση του οστίτη ιστού, μικροβιακής, παρασιτικής ή χημικής αιτιολογίας, αλλ. οστεΐτιδα (α. «λοιμώδης οστίτιδα» β. «φυματιώδης οστίτιδα,»).