οστεοαρθροπάθεια

From LSJ

χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours

Source

Greek Monolingual

η
ιατρ. εκφυλιστική πάθηση τών αρθρώσεων η οποία επιπλέκεται από παραμορφώσεις τών οστών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. osteoarthropathy < ὀστέον / ὀστοῦν + ἀρθροπάθεια].