οστεοδυστροφία

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source

Greek Monolingual

η
ιατρ. περιληπτική ονομασία νόσων και συνδρόμων που εκδηλώνονται με διαταραχές της οστέωσης και με παθολογική αλλοίωση της λεπτής υφής του οστού (α. «ινώδης οστεοδυστροφία» β. «παραμορφωτική οστεοδυστροφία»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. osteodystrophia < ὀστέον / ὀστοῦν + δυστροφία].