οστεόκολλον

From LSJ

οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Source

Greek Monolingual

ὀστεόκολλον, τὸ (Μ)
κόλλα που λαμβάνεται από τα οστά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + -κολλον (< κόλλα), πρβλ. ιχθυόκολλον].