οστοδέτης

Greek Monolingual

ὀστοδέτης, ὁ (Α)
εμπειρικός γιατρός ειδικός στα κατάγματα και στις εξαρθρώσεις οστών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + -δέτης (< δέω «δένω»), πρβλ. σφυροδέτης.