ὀστοδέτης

From LSJ

τῷ ἄφρονι περιττεύει τὸ πάθος → the stupid man is carried away by passion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀστοδέτης Medium diacritics: ὀστοδέτης Low diacritics: οστοδέτης Capitals: ΟΣΤΟΔΕΤΗΣ
Transliteration A: ostodétēs Transliteration B: ostodetēs Transliteration C: ostodetis Beta Code: o)stode/ths

English (LSJ)

ὀστοδέτου, ὁ, bonesetter, Zos.Alch.p.233 B.:

Greek Monolingual

ὀστοδέτης, ὁ (Α)
εμπειρικός γιατρός ειδικός στα κατάγματα και στις εξαρθρώσεις οστών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + -δέτης (< δέω «δένω»), πρβλ. σφυροδέτης.