ουδετερόφιλος
From LSJ
Greek Monolingual
-η, -ο
1. αυτός που αγαπά την ουδετερότητα
2. βιολ. (για πολυμορφοπύρηνα λευκοκύτταρα) αυτός που παρουσιάζει ουδετερόφιλα κοκκία
3. φρ. «ουδετερόφιλα κοκκία»
(βιοχ.) λεπτά κυτταροπλασματικά κοκκία, πλούσια σε αλκαλικές φωσφατάσες και σε λυσοζύμη, που παρατηρούνται σχεδόν αποκλειστικά σε πολυμορφοπύρηνα λευκά αιμοσφαίρια του ανθρώπου
β) «ουδετερόφιλα λευκά αιμοσφαίρια»
(ανατ.-βιοχ.) τα πολυμορφοπύρηνα λευκά αιμοσφαίρια που περιέχουν ουδετερόφιλα κοκκία και τα οποία δρουν κατά τών μικροβίων χάρη στην πολύ μεγάλη κινητικότητα, τον χημειοτακτισμό και την φαγοκυτταρική ικανότητά τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουδέτερος + φίλος].