ουδετερότητα

From LSJ

αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → you will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is

Source

Greek Monolingual

η
1. η ιδιότητα του ουδέτερου, το να είναι κανείς ουδέτερος
2. (διεθν. δικ.) καθεστώς αμέτοχου τρίτου στον μεταξύ άλλων πόλεμο
3. χημ. το γνώρισμα μιας ένωσης η οποία δεν μπορεί να σχηματίσει άλατα με οξέα ή βάσεις ή με ένα διάλυμα αδιάφορο απέναντι στους δείκτες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουδέτερος, απόδοση στην Ελληνική του γαλλ. neutralite (< λατ. neuter, -tra, -trum «ουδέτερος»). Η λ. μαρτυρείται από το 1824 στην εφημερίδα Ελληνικά Χρονικά].