ουρανώ

From LSJ

γῆ θηρίοις μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις σύμμετροςregion more fitting to beasts than men

Source

Greek Monolingual

οὐρανῶ, -όω (Μ) ουρανός
ανυψώνω κάποιον στον ουρανό, τον θεοποιώ.