οφθαλμοσκόπιο
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
Greek Monolingual
το
ιατρ. όργανο που χρησιμοποιείται για εξέταση του βυθού του οφθαλμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. ophtalmoscope (< οφθαλμός + -σκόπιο < -σκόπος < σκοπώ). Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στο Ημερολόγιον Πανελλήνιος Σύντροφος].