οφθαλμοφάνεια

From LSJ

κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart

Source

Greek Monolingual

ὀφθαλμοφάνεια, ἡ (ΑΜ, Μ και ὀφθαλμοφανία) οφθαλμοφανής
μσν.
το να είναι κάτι ορατό
αρχ.
οπτική απάτη.