οψαμάτης

From LSJ

αὔριον ὔμμε‎ πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας‎ → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake

Source

Greek Monolingual

ὀψαμάτης, ὁ (Α)
(δωρ. τ. αντί ὀψαμήτης) αυτός που θερίζει μέχρι τη νύχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀψέ + ἀμῶ «θερίζω»].