ὀψαμάτης

From LSJ

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀψᾱμάτης Medium diacritics: ὀψαμάτης Low diacritics: οψαμάτης Capitals: ΟΨΑΜΑΤΗΣ
Transliteration A: opsamátēs Transliteration B: opsamatēs Transliteration C: opsamatis Beta Code: o)yama/ths

English (LSJ)

[μᾱ], Dor. for ὀψαμήτης, ὁ, (ὀψέ, ἀμάω) one who mows till late at even, Μίλων ὀψαμᾶτα (voc.) Theoc.10.7.

German (Pape)

[Seite 432] ὁ, der spät bis in die Nacht Mähende, Theocr. 10, 7.

French (Bailly abrégé)

(ὁ) :
qui moissonne jusqu'au soir.
Étymologie: ὀψέ, ἀμάω.

Russian (Dvoretsky)

ὀψᾱμάτης: (μᾱ) adj. m (voc. ὀψαμᾶτα) косящий или жнущий до поздней ночи Theocr.

Greek (Liddell-Scott)

ὀψᾱμάτης: Δωρ. ἀντὶ -αμήτης, ὁ, (ὀψέ, ἀμάω) «ὁ μέχρις ὀψίας θερίζων καὶ κακοπαθῶν» (Σχόλ.), Μίλων ὀψαμᾶτα (κλητ.) Θεόκρ. 10. 7.

Greek Monolingual

ὀψαμάτης, ὁ (Α)
(δωρ. τ. αντί ὀψαμήτης) αυτός που θερίζει μέχρι τη νύχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀψέ + ἀμῶ «θερίζω»].

Greek Monotonic

ὀψᾱμάτης: ὁ (ὀψέ, ἀμάω), κλητ. -ᾶτα, Δωρ. αντί -αμήτης, αυτός που θερίζει μέχρι αργά το απόγευμα, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

ὀψ-ᾱμάτης, ϝοξ. -ᾶτα, doric for -αμήτης, ου, ὁ, [ὀψέ, ἀμάω
one who mows till late at even, Theocr.

Mantoulidis Etymological

(ἀμάω) (=αὐτός πού θερίζει ὡς ἀργά, κακοπαθεῖ). Ἀπό ἴδια ρίζα μέ τό ὀψέ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.