οἰητέον
From LSJ
English (LSJ)
one must suppose, Arist.Ph.207a15, EN1173b23, 1176b21.
Russian (Dvoretsky)
οἰητέον: adj. verb. к οἴομαι.
Greek (Liddell-Scott)
οἰητέον: ῥημ. ἐπίθετ., δεῖ οἴεσθαι, Ἀριστ. Φυσ. 3. 6, 12, Ἠθ. Νικ. 10. 3, 8., 10. 6, 4, κ. ἀλλ.
Greek Monotonic
οἰητέον: ρημ. επίθ. του οἴομαι, κάτι που πρέπει να σκεφτούμε, σε Αριστ.