οἷόνπερ
From LSJ
ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis
English (LSJ)
Adv. just as though, as it were, Pl.Ti.21a, Lg.701c,965d; so οἱονπερεί, Id.Tht.201e.
Greek Monolingual
οἷόνπερ, δ. γρφ. οἱονπερεί (Α)
επίρρ. σαν να, οιονεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἷον «όπως, καθώς» + περ, βεβαιωτικό μόριο. Ο τ. οἱονπερεί < οἷόνπερ + εἰ].
Russian (Dvoretsky)
οἷόνπερ: и οἷόν-περ-εί conj. Plat. = οἱονεί.