πάγκοσμος
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
ὁ, an entire world, βουληθεὶς ὁ νοῦς ἕκαστος π. εἶναι Dam.Pr.279.
Greek Monolingual
πάγκοσμος, ὁ (Α)
ολόκληρος ο κόσμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + κόσμος.