πάνδροσος

From LSJ

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
πολύ δροσερός, ολόδροσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + δρόσος (πρβλ. ολόδροσος)].