παλαιογραφία
From LSJ
νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)
Greek Monolingual
η
επιστημονικός κλάδος που ασχολείται με την ανάγνωση, χρονολόγηση και προέλευση τών γραπτών κειμένων της κλασικής αρχαιότητας και του μεσαίωνα τα οποία σώζονται σε παπύρους, σε περγαμηνές και σε χαρτί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. paleographie (< παλαιο- + -γραφία). Η λ. μαρτυρείται από το 1811 στον Αδ. Κοραή].