Θεὸν ἐπιορκῶν μὴ δόκει λεληθέναι → Deum latere ne putes, quod peieras → Nie, glaub's nur, bleibt vor Gott ein Meineid unbemerkt
Full diacritics: πᾰνάξιος | Medium diacritics: πανάξιος | Low diacritics: πανάξιος | Capitals: ΠΑΝΑΞΙΟΣ |
Transliteration A: panáxios | Transliteration B: panaxios | Transliteration C: panaksios | Beta Code: pana/cios |
πανάξιον, all-worthy, Opp.C.3.408.
[Seite 456] ganz würdig, Opp. Cyn. 3, 407.
πᾰνάξιος: -ον, ὅλως ἄξιος, ἀξιώτατος, Ὀππ. Κυν. 3. 408, Συλλ. Ἐπιγρ. 246.
-α, -ο (ΑΜ πανάξιος, -ον)
καθ' όλα άξιος, αξιότατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἄξιος.