πανεύτονος
English (LSJ)
πανεύτονον, very active, AP7.425 (Antip. Sid.).
German (Pape)
[Seite 459] sehr angespannt, sehr aufmerksam u. eifrig, ἀγέτις οἴκου, Ant. Sid. 88 (VII, 425).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
très attentif, appliqué.
Étymologie: πᾶς, εὔτονος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πανεύτονος -ον [πᾶς, εὔτονος] zeer actief.
Russian (Dvoretsky)
πᾰνεύτονος: весьма напряженно работающий, в высшей степени деятельный (ἁγέτις οἴκου Anth.).
Greek Monolingual
-ον, Α
1. πάρα πολύ τεταμένος, πάρα πολύ τεντωμένος
2. μτφ. (για πρόσ.) πολύ δραστήριος, εξαιρετικά ενεργητικός, επιμελής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + εὔτονος «τεντωμένος, δραστήριος»].
Greek Monotonic
πᾰνεύτονος: -ον, αυτός που βρίσκεται μέσα σε μεγάλη ένταση, πολύ δραστήριος, σε Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
πανεύτονος: -ον, πάνυ ἐντεταμένος, Ἀνθ. Π. 7. 425.