πανεύφρων
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
English (LSJ)
πανεύφρον, gen. ονος, (εὐφρόνη) = πάννυχος, Cratin. 435.
German (Pape)
[Seite 459] ον, sagte nach Poll. 6, 163 Cratin. für πάννυχος. Vgl. εὐφρόνη.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰνεύφρων: -ον, = πάννυχος, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 114.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που διαρκεί ολόκληρη τη νύχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + εὐφρόνη «νύχτα»].