παντάριστος
From LSJ
English (LSJ)
η, ον, best of all, honorary title at Sparta, IG5(1).530; cf. παντάπρωτος.
German (Pape)
[Seite 462] von Allen der Beste, Inscr. 1355.
Greek (Liddell-Scott)
παντάριστος: -η, -ον, ὁ πάντων ἄριστος, τιμητικὸν ἐπώνυμον ἐν Σπάρτῃ, Συλλ. Ἐπιγρ. 1355.
Greek Monolingual
-ίστη, -ον, Α
ο καλύτερος από όλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)- + άριστος].